παρεισαγωγή

παρεισαγωγή
παρεισαγωγή
introduction
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεισαγωγῇ — παρεισαγωγή introduction fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισαγωγή — ἡ, ΜΑ [παρεισάγω] 1. η επί πλέον εισαγωγή 2. η λαθραία εισαγωγή ή παρεμβολή …   Dictionary of Greek

  • παρένθεση — η / παρένθεσις, εως, ή, ΝΜΑ [παρεντίθημι] 1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του 2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 …   Dictionary of Greek

  • παρεισαγωγάς — παρεισαγωγά̱ς , παρεισαγωγή introduction fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”